- ξεπερνιέμαι
- ξεπερνιέμαι, ξεπεράστηκα, ξεπερασμένος βλ. πίν. 69
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταταχώ — καταταχῶ, έω (Α) 1. επιταχύνω κάτι 2. προφθάνω κάποιον, καταλαμβάνω ξαφνικά («καταταχήσειν τῇ παρασκευῇ τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.) 3. διαφεύγω με μεγαλύτερη ταχύτητα, ξεφεύγω 4. προλαβαίνω να κάνω κάτι («κατετάχησεν Ἁννίβας αὐτοὺς ἐξελὼν τὴν πόλιν» … Dictionary of Greek
υπεραναιδεύομαι — Α ξεπερνιέμαι από κάποιον στην αναίδεια, βρίσκεται άλλος, πιο αδιάντροπος από μένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναιδεύομαι «συμπεριφέρομαι με αναίδεια»] … Dictionary of Greek